- συμμορφωθείς
- συμμορφόομαιaor part mp masc nom/voc sgσυμμορφόομαιaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέχρι — και μέχρις (μπροστά από φωνήεν), έως, ίσαμε, περίπου, σχεδόν: Σε περιμέναμε μέχρι το πρωί. – Θα σου τα λέω μέχρις ότου να συμμορφωθείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)